βοσκίζω

βοσκίζω
βόσκω, τρέφω ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < (αόρ.) εβόσκησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον σε -ισα αόρ. των ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. πάσχω - επάσκησα - πασκίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”